αγγελιαφόρος — Αυτός που φέρνει ειδήσεις, αγγελίες ή διαγγέλματα. Οποιοδήποτε άτομο που, είτε περιστασιακά είτε επαγγελματικά, έχει εξουσιοδοτηθεί να διαβιβάσει προφορικά ή γραπτά εντολές, παραγγελίες, μηνύματα ή σχέδια. Η χρησιμοποίηση α. ήταν σε παλαιότερες… … Dictionary of Greek
επαφρόδιτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο απόστολος. Ήταν βοηθός του αποστόλου Παύλου στα κηρύγματά του. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Δεκεμβρίου. 2. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους «μάρτυρες 12 εν Βιζύη». 3. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους… … Dictionary of Greek
κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… … Dictionary of Greek
Αδαμόχρηστος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αρχιτσέλιγκας από τη Φωκίδα, που του είχε ανατεθεί να διαβιβάσει παραπειστικές επιστολές στους οχυρωμένους στα φρούρια του Ρίου και του Αντίρριου Τούρκους. Κατόρθωσε με την ευφυΐα του να παραπλανήσει τόσο τους… … Dictionary of Greek
Δήμας, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821 από την Αθήνα. Διετέλεσε γραμματέας του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Πολέμησε στο πλευρό του Ιωάννη Γκούρα και το 1826 στάλθηκε από την πολιορκημένη Ακρόπολη της Αθήνας στον Γεώργιο Καραϊσκάκη για να του διαβιβάσει πληροφορίες. Τον… … Dictionary of Greek
Παπαδάκης — Επώνυμο Κρητικών αγωνιστών. 1. Αδάμ. Αγωνιστής από το Ρέθυμνο. Πολέμησε στην επανάσταση του 1866 69. Βρισκόταν στο Αρκάδι κατά την πολιορκία του. Κατόρθωσε να βγει από το μοναστήρι δυο φορές για να ζητήσει βοήθεια και σώθηκε επίσης από το… … Dictionary of Greek